- ερέσσω
- (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης]κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιάαρχ.1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» — προχωρούν γρήγορα λάμνοντας, κάνοντας κουπιά τα φτερά τους, Αισχύλ.)3. διασχίζω τη θάλασσα («νήεσσιν ἐρέσσεται ὕδωρ», Ανθ. Παλ.)4. (ενεργ. και παθ.) κινώ εναντίον κάποιου, επισείω, επιρρίπτω («τοίας ἐρέσσουσιν ἀπειλάς... καθ’ ἡμῶν» — τέτοιες απειλές εκτοξεύουν εναντίον μας, Σοφ.)5. χτυπώ το στήθος, θρηνώ («ἔρεσσ’ ἔρεσσε καὶ στέναζε», Αισχύλ.)6. μτφ. κινώ στη σκέψη μου, διανοούμαι, σκέπτομαι («μῆτιν ἐρέσσων», Σοφ.)7. παθ. ἐρέσσομαι(για τόξο) λαμβάνομαι στα χέρια, τεντώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.